- ὄμβρου
- ὄμβροςstorm of rainmasc gen sgὀμβρόωimbriciturpres imperat act 2nd sgὀμβρόωimbriciturimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ό)μβροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek
σύστρεμμα — το, ΝΜΑ [συστρέφω] 1. καθετί το συνεστραμμένο 2. (κατ επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι μσν. μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.) αρχ. 1. πλήθος ανθρώπων, όχλος 2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι… … Dictionary of Greek
χνοώ — άω, ΜΑ [χνόος /χνοῡς] (για νέο ή νέα) αποκτώ χνούδι αρχ. 1. (για φύλλο ή καρπό φυτού) καλύπτεται η επιφάνειά μου από λεπτότατο τρίχωμα («σικυὸν χνοάοντα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. δροσίζω («χνοόωσαν χάριν ὄμβρου», Τρυφιόδ.) 3. φρ. «χνοάοντες ἴουλοι» οι … Dictionary of Greek